- καταιχμάζω
- καταιχμάζω (Α)χτυπώ συνεχώς με την αιχμή, καταβάλλω πλήττοντας με το δόρυ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + αἰχμάζω «χτυπώ με το δόρυ» (< αἰχμή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταιχμάζοντα — καταιχμάζω strike down pres part act neut nom/voc/acc pl καταιχμάζω strike down pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιχμάζουσα — καταιχμάζω strike down pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιχμάζων — καταιχμάζω strike down pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιχμάσαι — καταιχμά̱σᾱͅ , καταιχμάζω strike down fut part act fem dat sg (doric) καταιχμάζω strike down aor inf act καταιχμάσαῑ , καταιχμάζω strike down aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταιχμάζω — Α χτυπώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταιχμάζω «χτυπώ συνεχώς με την αιχμή»] … Dictionary of Greek